σαιξπηριστής

σαιξπηριστής
ο, θηλ. σαιξπηρίστρια, Ν
αυτός που ασχολείται ειδικά με τη μελέτη τών έργων τού Σαίξπηρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαίξπηρ + -ιστής*. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. Σαιξπηρισταί, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”